Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
accessible /əkˈses.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: προσιτός, προσπελάσιμος, δεκτικός; USER: προσιτός, πρόσβαση, προσβάσιμο, προσβάσιμα, προσβάσιμη

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
acting /ˈæk.tɪŋ/ = NOUN: δράση, ενέργεια, ηθοποιία, υπόκριση; ADJECTIVE: αναπληρωματικός, πράττων; USER: δράση, ενεργεί, αποφασίζοντας, ενεργούν, ενεργώντας

GT GD C H L M O
actions /ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια; USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις

GT GD C H L M O
actors /ˈæk.tər/ = NOUN: ηθοποιός; USER: φορείς, παράγοντες, φορέων, ηθοποιοί, παραγόντων

GT GD C H L M O
actual /ˈæk.tʃu.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; USER: πραγματικός, πραγματική, πραγματικό, πραγματικές, πραγματικής

GT GD C H L M O
adaptive /əˈdæp.tɪv/ = USER: προσαρμοστική, προσαρμοστικές, προσαρμοστικό, προσαρμοστικών, προσαρμοστικά

GT GD C H L M O
add /æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
afterwards /ˈɑːf.tə.wədz/ = ADVERB: κατόπιν, έπειτα; USER: κατόπιν, έπειτα, μετά, στη συνέχεια, συνέχεια

GT GD C H L M O
agents /ˈeɪ.dʒənt/ = NOUN: μέσο, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, πράκτωρας; USER: παράγοντες, πράκτορες, παραγόντων, μέσα, πρακτόρων

GT GD C H L M O
ai /ˌeɪˈaɪ/ = ABBREVIATION: Όλα συμπεριλαμβάνονται; USER: ai, ΑΙ, Α Ι, Ι, ΓΠ

GT GD C H L M O
algorithms /ˈalgəˌriT͟Həm/ = NOUN: αλγόριθμος; USER: αλγόριθμοι, αλγορίθμων, αλγορίθμους, αλγόριθμους, αλγόριθμων

GT GD C H L M O
alien /ˈeɪ.li.ən/ = NOUN: αλλοδαπός; USER: αλλοδαπός, ξένων, αλλοδαπού, αλλοδαπό, ξένα

GT GD C H L M O
alive /əˈlaɪv/ = ADJECTIVE: ζωντανός, ζων; USER: ζωντανός, ζωντανή, ζωντανό, ζωή, ζωντανοί

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
allows /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
ambassadors /æmˈbæs.ə.dər/ = NOUN: πρεσβευτής; USER: πρεσβευτές, πρέσβεις, πρεσβευτών, πρεσβευτές της, Πρέσβεων

GT GD C H L M O
among /əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ; USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
animated /ˈæn.ɪ.meɪ.tɪd/ = VERB: εμψυχώνω, ζωογονώ; USER: animated, κινούμενα, κινουμένων σχεδίων, κινούμενο, κινούμενη

GT GD C H L M O
animation /ˌæn.ɪˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: εμψύχωση, αναζωογόνηση, ζωηρότητα; USER: εμψύχωση, animation, κινούμενα σχέδια, κινουμένων σχεδίων, κίνηση

GT GD C H L M O
applications /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
arms /ɑːm/ = NOUN: όπλα; USER: όπλα, όπλων, χέρια, τα χέρια, βραχίονες

GT GD C H L M O
art /ɑːt/ = NOUN: τέχνη; USER: τέχνη, τέχνης, Art, άρθ, τεχνική

GT GD C H L M O
artificial /ˌɑː.tɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: τεχνητός; USER: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητές

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
assistants /əˈsɪs.tənt/ = NOUN: βοηθός; USER: βοηθοί, βοηθών, βοηθούς, τους βοηθούς, των βοηθών

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
attributes /ˈæt.rɪ.bjuːt/ = NOUN: γνωρίσματα; USER: γνωρίσματα, χαρακτηριστικά, ιδιότητες, χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων

GT GD C H L M O
auto /ˈɔː.təʊ/ = PREFIX: αυτο-; USER: auto, αυτοκινήτων, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματο

GT GD C H L M O
awaken /əˈweɪ.kən/ = VERB: αφυπνίζω, ξυπνώ; USER: αφυπνίσει, ξυπνήσει, ξυπνήσουμε, ξυπνούν, αφυπνίσουμε

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
become /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί

GT GD C H L M O
becomes /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
begin /bɪˈɡɪn/ = VERB: αρχίζω; USER: αρχίζουν, αρχίσει, ξεκινήσει, να αρχίσει, αρχίσουν

GT GD C H L M O
begun /bɪˈɡʌn/ = VERB: αρχίζω; USER: αρχίσει, ξεκινήσει, άρχισε, ξεκίνησε, άρχισαν

GT GD C H L M O
beings /ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση; USER: όντα, όντων, πλάσματα, τα όντα, ανθρώπων

GT GD C H L M O
believe /bɪˈliːv/ = VERB: πιστεύω; USER: πιστεύω, πιστεύουν, ότι, πιστεύουμε, πιστεύει, πιστεύει

GT GD C H L M O
benefit /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν

GT GD C H L M O
benefits /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: οφέλη, παροχές, τα οφέλη, παροχών, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
bio /baɪ.əʊ-/ = USER: βιο, bio, Βιογραφικό, βιολογικά, βιολογικών

GT GD C H L M O
bioengineering = USER: ΕμIιομηχανική, Iιολοiικής μηχανικής, Iιοτεχνολοiίας, Βιοϊατρική, Bioengineering,

GT GD C H L M O
biological /ˌbaɪ.əˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: βιολογικός; USER: βιολογικός, βιολογικών, βιολογική, βιολογικά, βιολογικής

GT GD C H L M O
biology /baɪˈɒl.ə.dʒi/ = NOUN: βιολογία; USER: βιολογία, Βιολογίας, Biology, τη βιολογία, της βιολογίας

GT GD C H L M O
block /blɒk/ = NOUN: εμπόδιο, φραγμός, κώλυμα, πολυκατοικία, κορμός, οικοδομικό τετράγωνο, μεγάλο τούβλο, βάθρο, τροχαλία; VERB: εμποδίζω, κωλύω, φράσσω, παρεμποδίζω, φορμάρω; USER: μπλοκ, μπλοκάρουν, εμποδίσει, μπλοκάρει, εμποδίσουν

GT GD C H L M O
board /bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου; VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω; USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους

GT GD C H L M O
bodies /ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα; USER: φορείς, οργανισμούς, φορέων, όργανα, σώματα

GT GD C H L M O
body /ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα; USER: σώμα, σώματος, το σώμα, οργανισμό, οργανισμός, οργανισμός

GT GD C H L M O
brain /breɪn/ = NOUN: εγκέφαλος, μυαλό; USER: εγκέφαλος, μυαλό, εγκεφάλου, εγκέφαλο, του εγκεφάλου

GT GD C H L M O
bring /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει

GT GD C H L M O
bringing /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρνοντας, άσκηση, φέρει, να φέρει, φέρνει

GT GD C H L M O
broader /brɔːd/ = USER: ευρύτερες, ευρύτερου, ευρύτερη, ευρύτερο, ευρύτερης

GT GD C H L M O
brought /brɔːt/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: έφερε, έφεραν, άσκησε, ασκήθηκε, φέρει, φέρει

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
call /kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη; VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
care /keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα; VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει

GT GD C H L M O
cares /keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα; VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: νοιάζεται, φροντίζει, ενδιαφέρεται, μεριμνά, περιποιείται

GT GD C H L M O
cc /ˌsiːˈsiː/ = USER: cc, γγ, Κοιν., κ.εκ., Κοιν

GT GD C H L M O
chain /tʃeɪn/ = NOUN: αλυσίδα, καδένα; VERB: αλυσοδένω; USER: αλυσίδα, αλυσίδας, της αλυσίδας, αλύσου, αλυσίδος

GT GD C H L M O
challenge /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
characters /ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος; USER: χαρακτήρες, χαρακτήρων, τους χαρακτήρες, χαρακτήρες που

GT GD C H L M O
chief /tʃiːf/ = NOUN: αρχηγός, σεφ, πρωτεύων; ADJECTIVE: κύριος, προϊστάμενος, πρώτιστος; USER: αρχηγός, προϊστάμενος, κύριος, επικεφαλής, διευθύνων

GT GD C H L M O
children /ˈtʃɪl.drən/ = NOUN: παιδιά; USER: παιδιά, παιδιών, τα παιδιά, των παιδιών, των παιδιών

GT GD C H L M O
click /klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος; VERB: ταιριάζω, κροτώ; USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί

GT GD C H L M O
closer /kləʊs/ = USER: πιο κοντά, στενότερη, κοντά, στενότερης, πιο

GT GD C H L M O
cognition /kɒɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: γνώση, νόηση, γνώσις; USER: νόηση, γνώση, γνωστική λειτουργία, γνωστική, γνωστικής λειτουργίας

GT GD C H L M O
combine /kəmˈbaɪn/ = NOUN: συνδυασμός, θεριστική αλωνιστική μηχανή, καρτέλ, κοινοπραξία; VERB: συνδυάζω, συνενώνω, συνδυάζομαι, ενώνω; USER: συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσει, συνδυάσετε, συνδυάζει

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
coming /ˈkʌm.ɪŋ/ = NOUN: ερχομός, έλευση; ADJECTIVE: ερχόμενος; USER: έλευση, έρχονται, προέρχονται, έρχεται, που προέρχονται

GT GD C H L M O
common /ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος; NOUN: βοσκότοπος; USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών

GT GD C H L M O
community /kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα; USER: κοινότητα, Κοινότητας, κοινότητάς, της κοινότητάς, κοινότητά

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
complete /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός; VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
completely /kəmˈpliːt.li/ = ADVERB: εντελώς, τελείως, ολότελα; USER: εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη

GT GD C H L M O
compliant /kəmˈplɑɪ.ənt/ = ADJECTIVE: υποχωρητικός, συμμορφούμενος, μαλακός; NOUN: δουλοπρεπής, ενδίδων; USER: υποχωρητικός, συμβατό, συμβατή, συμμορφώνεται, συμμορφούμενα

GT GD C H L M O
computer /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών

GT GD C H L M O
connect /kəˈnekt/ = VERB: συνδέω, συνδέομαι; USER: συνδεθείτε, συνδέστε, σύνδεση, συνδέσετε, συνδέουν

GT GD C H L M O
consciousness /ˈkɒn.ʃəs.nəs/ = NOUN: συνείδηση, επίγνωση, συναίσθηση, αίσθηση; USER: συνείδηση, συνείδησης, συνείδησή, συνειδητότητα, συνειδητότητας

GT GD C H L M O
consequences /ˈkɒn.sɪ.kwəns/ = NOUN: συνέπεια, επακόλουθο, σημασία, σπουδαιότητα; USER: συνέπειες, επιπτώσεις, συνεπειών, τις συνέπειες, συνέπειές

GT GD C H L M O
correct /kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής; VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ; USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
creatures /ˈkriː.tʃər/ = NOUN: πλάσμα, δημιούργημα, ζώο, ο; USER: πλάσματα, τα πλάσματα, πλασμάτων, πλάσματα του, πλάσματα που

GT GD C H L M O
crisper

GT GD C H L M O
dark /dɑːk/ = NOUN: σκοτάδι, σκότος; ADJECTIVE: σκοτεινός, σκούρος, μελαχροινός, μαυριδερός, μελαψός; USER: σκοτάδι, σκοτεινός, σκούρο, σκοτεινό, σκοτεινή

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
decide /dɪˈsaɪd/ = VERB: αποφασίζω, κρίνω, καθορίζω, αποφαίνομαι; USER: αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, να αποφασίσει, αποφασίσουν, αποφασίσουν

GT GD C H L M O
deep /diːp/ = ADJECTIVE: βαθύς; USER: βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές

GT GD C H L M O
delight /dɪˈlaɪt/ = NOUN: απόλαυση, χαρά, τέρψη, μεγάλη ευχαρίστηση, ηδονή; VERB: χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ηδονίζομαι; USER: απόλαυση, χαρά, τέρψη, ευχαριστήσει, ενθουσιάσει

GT GD C H L M O
depths /depθ/ = NOUN: έγκατα, πυθμένας; USER: έγκατα, βάθη, βάθος, τα βάθη, βάθους

GT GD C H L M O
derived /diˈrīv/ = ADJECTIVE: συμπληρωματικός; USER: προέρχονται, που προέρχονται, προέρχεται, που προέρχεται, προκύπτουν

GT GD C H L M O
designed /dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω; USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη

GT GD C H L M O
designs /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; USER: σχέδια, τα σχέδια, σχεδίων, σχεδιάζει, σχέδιά

GT GD C H L M O
develop /dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω; USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει

GT GD C H L M O
developed /dɪˈvel.əpt/ = ADJECTIVE: αναπτηγμένος; USER: αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, ανεπτυγμένες, αναπτυγμένες, αναπτυγμένες

GT GD C H L M O
developing /dɪˈvel.ə.pɪŋ/ = ADJECTIVE: υπανάπτυκτος; USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτυσσόμενων, αναπτυσσόμενες, ανάπτυξης

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
discusses /dɪˈskʌs/ = VERB: συζητώ; USER: συζητά, πραγματεύεται, ασχολείται με, ασχολείται, εξετάζει

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
doing /ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο; ADJECTIVE: πράττων; USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
domains /dəˈmeɪn/ = NOUN: πεδίο ορισμού, κτήση, κυριότητα, κτήματα, διεύθυνση Διαδικτύου; USER: domains, τομείς, τομέων, περιοχές, πεδία

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
download /ˌdaʊnˈləʊd/ = USER: κατεβάστε, κατεβάσετε, λήψη, λήψης, να κατεβάσετε

GT GD C H L M O
drive /draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; NOUN: αμαξοπορεία; USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν

GT GD C H L M O
dynamics /daɪˈnæm.ɪks/ = NOUN: δυναμική; USER: δυναμική, δυναμικής, δυναμικές, δυναμική της, τη δυναμική

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
economic /iː.kəˈnɒm.ɪk/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; USER: οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές

GT GD C H L M O
ecosystems /ˈekōˌsistəm,ˈēkō-/ = USER: οικοσυστήματα, οικοσυστημάτων, τα οικοσυστήματα, των οικοσυστημάτων

GT GD C H L M O
education /ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση; USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
effectively /ɪˈfek.tɪv.li/ = USER: αποτελεσματικά, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, ουσιαστικά, αποτελεσματικότερα, αποτελεσματικότερα

GT GD C H L M O
embody /ɪmˈbɒd.i/ = VERB: ενσωματώνω, συσσωματώνω; USER: ενσαρκώνουν, ενσωματώνουν, ενσαρκώσει, ενσαρκώνει, ενσωματώνει

GT GD C H L M O
emotionally /ɪˈməʊ.ʃən.əl/ = USER: συναισθηματικά, συναισθηματική

GT GD C H L M O
encounters /ɪnˈkaʊn.tər/ = NOUN: συνάντηση, συμπλοκή; USER: συναντά, αντιμετωπίζει, συναντήσει, συναντήσεις, προσκρούει

GT GD C H L M O
engineer /ˌen.dʒɪˈnɪər/ = NOUN: μηχανικός, μηχανοδηγός; VERB: σχεδιάζω; USER: μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί

GT GD C H L M O
engineered /ˌenjəˈni(ə)r/ = VERB: σχεδιάζω; USER: μηχανικής, μηχανική, κατασκευασμένο, κατασκευαστεί, σχεδιαστεί

GT GD C H L M O
engineering /ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική; USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enslaved /ɪnˈsleɪv/ = ADJECTIVE: υπόδουλος; USER: υποδουλώθηκε, υποδουλώθηκαν, σκλαβωμένη, υποδουλωμένοι, υποδούλωσαν

GT GD C H L M O
enter /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε

GT GD C H L M O
essential /ɪˈsen.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης; USER: ουσιώδης, βασικές, απαραίτητη, απαραίτητο, ουσιωδών, ουσιωδών

GT GD C H L M O
ethical /ˈeθ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ηθικός; USER: ηθικός, ηθικές, ηθική, ηθικά, ηθικής

GT GD C H L M O
ever /ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε; USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
executive /ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός; NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος; USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά

GT GD C H L M O
existing /ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι; USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων

GT GD C H L M O
experiments /ɪkˈsper.ɪ.mənt/ = NOUN: πείραμα; VERB: πειραματίζομαι; USER: πειράματα, πειραμάτων, τα πειράματα, πειράματα που, πειράματα σε

GT GD C H L M O
expressions /ɪkˈspreʃ.ən/ = NOUN: έκφραση; USER: εκφράσεις, εκφράσεων, εκφράσεις του, έκφρασης, τις εκφράσεις

GT GD C H L M O
face /feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο; VERB: αντικρύζω, ατενίζω; USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν

GT GD C H L M O
faces /feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο; VERB: αντικρύζω, ατενίζω; USER: πρόσωπα, όψεις, πρόσωπά, αντιμετωπίζει, επιφάνειες

GT GD C H L M O
facial /ˈfeɪ.ʃəl/ = ADJECTIVE: προσώπου; NOUN: μασάζ; USER: προσώπου, του προσώπου, πρόσωπο

GT GD C H L M O
fall /fɔːl/ = NOUN: πτώση, φθινόπωρο, άλωση, πέσιμο; VERB: πέφτω; USER: πτώση, εμπίπτουν, πέσει, εμπίπτει, πέφτουν

GT GD C H L M O
farms /fɑːm/ = NOUN: αγρόκτημα, φάρμα, χωράφι; USER: εκμεταλλεύσεις, εκμεταλλεύσεων, αγροκτήματα, γεωργικές εκμεταλλεύσεις, γεωργικών εκμεταλλεύσεων

GT GD C H L M O
father /ˈfɑː.ðər/ = NOUN: πατέρας; USER: πατέρας, πατέρα, ο πατέρας, τον πατέρα, του πατέρα

GT GD C H L M O
favorite /ˈfeɪ.vər.ɪt/ = ADJECTIVE: ευνοούμενος, ευνοούμενος; NOUN: φαβόρι, φαβόρι; USER: αγαπημένα, αγαπημένο, αγαπημένη, αγαπημένες, το αγαπημένο

GT GD C H L M O
field /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο

GT GD C H L M O
films /fɪlm/ = NOUN: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, λεπτή μεμβράνη, φωτογραφική πλάκα; VERB: φωτογραφώ; USER: ταινίες, ταινιών, φιλμ, μεμβράνες, μεμβρανών

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
fits /fit/ = VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω; NOUN: σπασμός, παροξυσμός; USER: ταιριάζει, προσαρμόζεται, χωράει, ταιριάζει με, εντάσσεται

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
form /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή

GT GD C H L M O
forms /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών

GT GD C H L M O
founder /ˈfaʊn.dər/ = NOUN: ιδρυτής, θεμελιωτής, χύτης; VERB: βυθίζω, καταποντίζομαι; USER: ιδρυτής, ιδρυτή, ο ιδρυτής, τον ιδρυτή, ιδρυτικό

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
fundamentally /ˌfəndəˈmentl-ē/ = USER: θεμελιωδώς, ριζικά, ουσιαστικά, βασικά, βάθρων

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
games /ɡeɪm/ = NOUN: παιχνίδι, άθλημα, αγών, κυνήγιο, παιγνίδιο, αγρίμι; VERB: παίζω; USER: παιχνίδια, games, Αγώνες, τα παιχνίδια, παιχνιδιών

GT GD C H L M O
general /ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός; NOUN: στρατηγός; USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές

GT GD C H L M O
generally /ˈdʒen.ə r.əl.i/ = ADVERB: γενικά, γενικώς; USER: γενικά, γενικώς, γένει, εν γένει, γενικότερα, γενικότερα

GT GD C H L M O
genome /ˈdʒiː.nəʊm/ = USER: γονιδίωμα, γονιδιώματος, του γονιδιώματος, γονιδίωμα του, γονιδιώματος του

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
goal /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου

GT GD C H L M O
going /ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός; ADJECTIVE: πηγαιμός; USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
got /ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
grow /ɡrəʊ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι; USER: μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, αυξηθεί, αναπτύσσονται

GT GD C H L M O
grows /ɡrəʊ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι; USER: μεγαλώνει, αναπτύσσεται, αυξάνεται, φυτρώνει, φύεται

GT GD C H L M O
hansen = USER: Hansen, Χάνσεν, ο Hansen,

GT GD C H L M O
happens /ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω; USER: συμβαίνει, συμβεί, που συμβαίνει, θα συμβεί, γίνεται, γίνεται

GT GD C H L M O
hardware /ˈhɑːd.weər/ = NOUN: σκεύη, σιδηρά εργαλεία, μηχανήματα υπολογιστών; USER: hardware, υλικού, υλικό, το υλικό, του υλικού

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
having /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
head /hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός; VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός; USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
her /hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της; USER: αυτήν, της, την

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
history /ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία; USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού

GT GD C H L M O
honor /ˈɒn.ər/ = NOUN: τιμή, τιμή; VERB: τιμώ, τιμώ; USER: τιμή, τιμώ, τιμήσει, τιμήσουν, τιμούν

GT GD C H L M O
hope /həʊp/ = NOUN: ελπίδα; VERB: ελπίζω, ευελπιστώ; USER: ελπίδα, ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουν, ελπίσουμε

GT GD C H L M O
hopes /həʊp/ = NOUN: ελπίδα; VERB: ελπίζω, ευελπιστώ; USER: ελπίζει, ευελπιστεί, ελπίδες, ελπίζει ότι, επιθυμεί, επιθυμεί

GT GD C H L M O
hormones /ˈhɔː.məʊn/ = NOUN: ορμόνη; USER: ορμόνες, ορμονών, οι ορμόνες, τις ορμόνες, ορμόνες που

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
however /ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα; ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε; USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
humanitarian /(h)yo͞oˌmaniˈte(ə)rēən/ = NOUN: φιλάνθρωπος; USER: ανθρωπιστικής, ανθρωπιστικής βοήθειας, ανθρωπιστικών, ανθρωπιστικού, ανθρωπιστική

GT GD C H L M O
humanizing /ˈhjuː.mə.naɪz/ = VERB: εξανθρωπίζω, ανθρωπίζω; USER: εξανθρωπισμού, εξανθρωπισμό, εξανθρωπισμό των, ανθρωποποίησης, εξανθρωπίσουν

GT GD C H L M O
humanoid /ˈ(h)yo͞oməˌnoid/ = ADJECTIVE: ανθρωποειδής; USER: ανθρωποειδής, ανθρωποειδές, ανθρωποειδών, humanoid, ανθρωποειδή,

GT GD C H L M O
humans /ˈhjuː.mən/ = USER: τον άνθρωπο, ανθρώπους, άνθρωπο, άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
hyper /ˈhaɪ.pər/ = NOUN: υπερπληθωρισμός; USER: Hyper, υπερ, υπερβολικός, υπέρ

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
idea /aɪˈdɪə/ = NOUN: ιδέα; USER: ιδέα, ιδέα για, ιδέας, την ιδέα, η ιδέα, η ιδέα

GT GD C H L M O
ideals /aɪˈdɪəl/ = NOUN: ιδανικό; USER: ιδανικά, ιδεώδη, ιδανικών, τα ιδανικά, ιδεωδών

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
implications /ˌɪm.plɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: υπαινιγμός, ενοχή, συμπερασμός, ενοχοποίηση; USER: επιπτώσεις, συνέπειες, συνεπειών, τις επιπτώσεις, επίπτωση

GT GD C H L M O
improve /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
inspired /ɪnˈspaɪəd/ = ADJECTIVE: εμπνευσμένος; USER: εμπνευσμένος, εμπνευσμένο, εμπνευσμένη, ενέπνευσε, εμπνευσμένα

GT GD C H L M O
instead /ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση; USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για

GT GD C H L M O
intelligence /inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση; USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών

GT GD C H L M O
intelligent /inˈtelijənt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, νοήμων; USER: έξυπνος, νοήμων, ευφυή, έξυπνη, ευφυής

GT GD C H L M O
intentionally /ɪnˈten.ʃən.əl/ = USER: εκ προθέσεως, προθέσεως, σκοπίμως, σκόπιμα, εσκεμμένα

GT GD C H L M O
interact /ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία; USER: αλληλεπιδρούν, αλληλεπιδράσουν, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδράσει, αλληλεπιδρά

GT GD C H L M O
interacting /ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία; USER: αλληλεπιδρώντας, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδρούν, αλληλεπίδρασης, αλληλεπιδρά

GT GD C H L M O
interaction /ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση; USER: αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, διάδραση, αλληλεπιδράσεων

GT GD C H L M O
interactions /ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση; USER: αλληλεπιδράσεις, αλληλεπιδράσεων, αλληλεπίδρασης, αλληλεπίδραση, τις αλληλεπιδράσεις

GT GD C H L M O
interesting /ˈɪn.trəs.tɪŋ/ = ADJECTIVE: ενδιαφέρων; USER: ενδιαφέρων, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέροντα, ενδιαφέρουσες

GT GD C H L M O
interface /ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
issues /ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος; VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ; USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
keep /kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί; VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε

GT GD C H L M O
kids /kɪd/ = NOUN: μικρόκοσμος; USER: παιδιά, τα παιδιά, kids, για παιδιά, Παιδικά

GT GD C H L M O
kind /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός; USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων

GT GD C H L M O
kinds /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; USER: είδη, τα είδη, ειδών, των ειδών, είδους

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
language /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές

GT GD C H L M O
learn /lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ; USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει

GT GD C H L M O
left /left/ = ADJECTIVE: αριστερά, αριστερός; USER: αριστερά, έφυγε, μείνει, αφεθεί, άφησε

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
lifetime /ˈlaɪf.taɪm/ = NOUN: διάρκεια ζωής, όλη η ζωή; USER: διάρκεια ζωής, ζωής, ζωή, διάρκεια της ζωής, διάρκεια

GT GD C H L M O
light /laɪt/ = NOUN: φως, φανός, φωτιά, σέλας; ADJECTIVE: ελαφρός, φωτεινός, ανοικτός, ανάλαφρος; VERB: φωτίζω, ανάπτω, καταβαίνω; USER: φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
link /lɪŋk/ = NOUN: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος; VERB: συνδώ, ενώνω; USER: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος, σύνδεσμο, σύνδεση

GT GD C H L M O
lives /laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει

GT GD C H L M O
living /ˈlɪv.ɪŋ/ = NOUN: ζωή, προς το ζήν; ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, έμβιος; USER: ζωή, ζουν, διαβίωσης, που ζουν, ζωής

GT GD C H L M O
looked /lʊk/ = USER: κοίταξε, εξέτασε, φαινόταν, εξέτασαν, έμοιαζε

GT GD C H L M O
looking /ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν

GT GD C H L M O
lot /lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ; USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή

GT GD C H L M O
love /lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως; VERB: αγαπώ, έρωμαι; USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε

GT GD C H L M O
low /ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος; VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω; USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού

GT GD C H L M O
machines /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
makers /ˈmeɪ.kər/ = NOUN: κατασκευαστής, δημιουργός, ποιητής, κάνων; USER: κατασκευαστές, διαμορφωτές, ιθύνοντες, φορείς χάραξης, υπεύθυνους χάραξης

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
mapping /mæp/ = VERB: σχεδιάζω, καθορίζω; USER: χαρτογράφηση, χαρτογράφησης, τη χαρτογράφηση, χαρτογράφηση των, αντιστοίχιση

GT GD C H L M O
maximize /ˈmæk.sɪ.maɪz/ = VERB: αυξάνω στον ανώτατο βαθμό; USER: μεγιστοποίηση, μεγιστοποίηση της, μεγιστοποιήσει, μεγιστοποιήσουν, μεγιστοποιηθεί

GT GD C H L M O
maximized /ˈmæk.sɪ.maɪz/ = VERB: αυξάνω στον ανώτατο βαθμό; USER: μεγιστοποιείται, μεγιστοποίηση, μεγιστοποιηθεί, μεγιστοποιούνται, μεγιστοποίηση της

GT GD C H L M O
maximum /ˈmæk.sɪ.məm/ = NOUN: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, ανώτατος όρος; ADJECTIVE: ανώτατος; USER: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
means /miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο; USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι

GT GD C H L M O
measure /ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά; VERB: μετρώ, καταμετρώ; USER: μέτρο, μέτρα, μέτρηση, τη μέτρηση, μετρηθεί

GT GD C H L M O
mechanics /məˈkanik/ = NOUN: μηχανική; USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικούς, μηχανικοί, μηχανικών

GT GD C H L M O
messages /ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία; USER: μηνύματα, μηνυμάτων, τα μηνύματα, μηνύματα που, μηνύματά

GT GD C H L M O
might /maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης; USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να

GT GD C H L M O
mind /maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια; VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω; USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε

GT GD C H L M O
mirror /ˈmɪr.ər/ = NOUN: καθρέπτης; VERB: κατοπτρίζω; USER: καθρέπτης, καθρέφτη, Καθρέφτης, καθρέπτη, κάτοπτρο

GT GD C H L M O
mobile /ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος; USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
mount /maʊnt/ = NOUN: βάση, όρος, βουνό, λόφος, ίππος, ανάβαση; VERB: ανηφορίζω, ανεβαίνω, ιππεύω, επιθέτω; USER: mount, εξαπολύσουν, τοποθετήσετε, τοποθετήστε, τοποθέτηση

GT GD C H L M O
movies /ˈmuː.vi/ = NOUN: κινηματογράφος; USER: ταινίες, Κινηματογράφος, ταινιών, κινηματογράφους, Movies

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
mysteries /ˈmɪs.tər.i/ = NOUN: μυστήριο, αίνιγμα; USER: μυστήρια, μυστηρίων, τα μυστήρια, μυστήριο, μυστικά

GT GD C H L M O
nano /næn.əʊ-/ = USER: nano, νανο, Νάνο, νανοτεχνολογιών

GT GD C H L M O
nations /ˈneɪ.ʃən/ = NOUN: έθνος; USER: έθνη, εθνών, τα έθνη, των εθνών, Εθνών για

GT GD C H L M O
native /ˈneɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος; USER: ντόπιος, Native, μητρική, φυσική, εγγενή, εγγενή

GT GD C H L M O
natural /ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος; USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική

GT GD C H L M O
necessarily /ˈnes.ə.ser.ɪl.i/ = ADVERB: αναγκαίως, κατ' ανάγκη; USER: κατ 'ανάγκη, αναγκαίως, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
net /net/ = ADVERB: καθαρά; NOUN: δίχτυ, δίκτυο, απόχη, νέτος; ADJECTIVE: καθαρός, χωρίς έκπτωση, εκκαθαρισμένος; VERB: αλιεύω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ρίχνω δίχτυ, έχω καθαρό κέρδος, κάνω δίκτυο, ψαρεύω; USER: καθαρά, δίχτυ, καθαρός, δίκτυο, καθαρό

GT GD C H L M O
network /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
often /ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις; USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
open /ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής; VERB: ανοίγω, ανοίγομαι; USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
organism /ˈôrgəˌnizəm/ = NOUN: οργανισμός; USER: οργανισμός, οργανισμού, οργανισμό, οργανισμών, οργανισμούς

GT GD C H L M O
organisms /ˈɔː.ɡən.ɪ.zəm/ = NOUN: οργανισμός; USER: οργανισμών, οργανισμούς, οργανισμοί, οργανισμών που, οργανισμούς που

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
outreach /ˈaʊt.riːtʃ/ = VERB: ξεπερνώ; USER: προβολής, προεκτάσεις, προσέγγισης, προβολή, την προβολή

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
partially /ˈpɑː.ʃəl.i/ = USER: μερικώς, μέρει, εν μέρει, μερική

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
performing /pərˈfôrm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω; USER: εκτέλεση, την εκτέλεση, εκτελεί, εκτελούν, που εκτελεί

GT GD C H L M O
physical /ˈfɪz.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φυσικός, σωματικός, υλικός; USER: φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικά

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
platform /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα

GT GD C H L M O
platforms /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμες, πλατφορμών, εξέδρες, πλατφόρμα, πλατφόρμων

GT GD C H L M O
playing /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παίξιμο; USER: παιχνίδι, παίξιμο, παίζει, παίζουν, παίζοντας

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
policy /ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας; USER: πολιτική, πολιτικής, της πολιτικής, την πολιτική, πολιτικών

GT GD C H L M O
possibility /ˌpɒs.əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: δυνατότητα, πιθανότητα, ενδεχόμενο, δυνατότης, δυνατό; USER: δυνατότητα, πιθανότητα, ενδεχόμενο, δυνατότητας, δυνατότητα να

GT GD C H L M O
possible /ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός; USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
prefer /prɪˈfɜːr/ = VERB: προτιμώ, προκρίνω, προτείνω, προβιβάζω; USER: προτιμώ, προτιμούν, προτιμάτε, προτιμούσαν, προτιμούσε, προτιμούσε

GT GD C H L M O
preserving /prɪˈzɜːv/ = VERB: διατηρώ, διαφυλάττω, προστατεύω; USER: διατηρώντας, διατήρηση, διαφύλαξη, τη διατήρηση, διατήρηση της

GT GD C H L M O
processes /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους

GT GD C H L M O
processing /ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι; USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία

GT GD C H L M O
produce /prəˈdjuːs/ = VERB: παράγω, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω; NOUN: καρπός; USER: παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παράγουμε

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
professor /prəˈfes.ər/ = NOUN: καθηγητής; USER: καθηγητής, καθηγητή, Καθηγήτρια, ο καθηγητής, τον καθηγητή

GT GD C H L M O
profits /ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: κέρδη; USER: κέρδη, κερδών, τα κέρδη, των κερδών, κέρδος

GT GD C H L M O
progress /ˈprəʊ.ɡres/ = NOUN: πρόοδος, εξέλιξη, προκοπή; VERB: προχωρώ, προοδεύω; USER: πρόοδος, εξέλιξη, πρόοδο, προόδου, την πρόοδο, την πρόοδο

GT GD C H L M O
properties /ˈprɒp.ə.ti/ = NOUN: σκηνικά θέατρου; USER: ιδιότητες, ακίνητα, ιδιοτήτων, τις ιδιότητες, ακίνητα που

GT GD C H L M O
prospect /ˈprɒs.pekt/ = NOUN: προοπτική, προσδοκία, άποψη, θέα; VERB: ενεργώ, διερευνώ, μεταλλεύομαι; USER: προοπτική, προοπτικές, προοπτικής, την προοπτική, προοπτική να

GT GD C H L M O
protein /ˈprəʊ.tiːn/ = NOUN: πρωτεΐνη; USER: πρωτεΐνη, πρωτεΐνης, πρωτεΐνες, πρωτεϊνών, πρωτείνης

GT GD C H L M O
proteins /ˈprəʊ.tiːn/ = NOUN: πρωτεΐνες; USER: πρωτεΐνες, πρωτεϊνών, πρωτείνες, πρωτεΐνες που, πρωτεϊνών που

GT GD C H L M O
providing /prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
purpose /ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός; VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: σκοπός, σκοπό, σκοπούς, σκοπό αυτό, σκοπού

GT GD C H L M O
putting /ˌɒfˈpʊt.ɪŋ/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: βάζοντας, θέτοντας, θέση, τοποθέτηση, τη θέση, τη θέση

GT GD C H L M O
quest /kwest/ = NOUN: αναζήτηση, έρευνα; VERB: ερωτώ, ζητώ; USER: αναζήτηση, αναζήτησή, προσπάθειά, προσπάθεια, αναζήτησης

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
react /riˈækt/ = VERB: αντιδρώ, αντενεργώ; USER: αντιδρούν, αντιδράσει, να αντιδράσει, αντιδρά, αντιδράσουν

GT GD C H L M O
read /riːd/ = NOUN: ανάγνωση; VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω; USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει

GT GD C H L M O
real /rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; NOUN: έμπρακτα, ρεάλι; USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές

GT GD C H L M O
really /ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς; USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα

GT GD C H L M O
reflect /rɪˈflekt/ = VERB: συλλογίζομαι, αντανακλώ, κατοπτρίζω, ανακάμπτω, αντικαθρεφτίζω; USER: αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, απεικονίζουν, εκφράζουν

GT GD C H L M O
relationship /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση

GT GD C H L M O
relativity /ˌreləˈtivətē/ = NOUN: σχετικότητα, σχετικότης; USER: σχετικότητα, σχετικότητας, της σχετικότητας, τη σχετικότητα, σχετικότητας του

GT GD C H L M O
represents /ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω; USER: αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύει το, παριστάνει, εκπροσωπεί, αποτελεί

GT GD C H L M O
reprogrammable = USER: επαναπρογραμματιζομένων, επαναπρογραμματισμού, επαναπρογραμματιζόμενος, αναπρογραμματίσημες, επαναπρογραμματιζομενες

GT GD C H L M O
rescue /ˈres.kjuː/ = NOUN: διάσωση, σωτηρία; VERB: σώζω, διασώζω; USER: διάσωση, τη διάσωση, διάσωσης, σώσει, διασώσει

GT GD C H L M O
research /ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη; VERB: ερευνώ; USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών

GT GD C H L M O
researching /rɪˈsɜːtʃ/ = VERB: ερευνώ; USER: έρευνα, την έρευνα, ερευνώντας, ερευνούν, ερευνά

GT GD C H L M O
responsible /rɪˈspɒn.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, υπαίτιος, αξιόπιστος; USER: υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, αρμόδια, υπεύθυνοι

GT GD C H L M O
reveals /rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω; USER: αποκαλύπτει, φανερώνει, προκύπτει, δείχνει, αποκαλύψει

GT GD C H L M O
reverse /rɪˈvɜːs/ = NOUN: αντίστροφο, πάθημα, αντίστροφη όψη, ατυχία, αντιξοότης, αντιξοότητα, ήττα; ADJECTIVE: αντίστροφος; VERB: αντιστρέφω, αναιρώ, ακυρώ; USER: αντίστροφο, αντιστραφεί, αντιστρέψει, αναστροφή, αντιστροφή

GT GD C H L M O
revolution /ˌrev.əˈluː.ʃən/ = NOUN: επανάσταση, περιστροφή; USER: επανάσταση, περιστροφή, επανάστασης, περιστροφής, επανάσταση του

GT GD C H L M O
rich /rɪtʃ/ = ADJECTIVE: πλούσιος, ταλαντούχος; USER: πλούσιος, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσιοι

GT GD C H L M O
rights /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δικαιώματα, τα δικαιώματα, δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων, δικαιώματα των

GT GD C H L M O
robot /ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος; VERB: ρομπώ; USER: ρομπότ, robot, ρομπότ που, το ρομπότ

GT GD C H L M O
robotics /rəʊˈbɒt.ɪks/ = NOUN: ρομποτική; USER: ρομποτική, ρομποτικής, Robotics, ρομποτικές, η ρομποτική

GT GD C H L M O
robots /ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος; USER: ρομπότ, τα ρομπότ, robots, ρομποτ, ρομπότ που

GT GD C H L M O
run /rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος; VERB: τρέχω, ρέω; USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safe /seɪf/ = ADJECTIVE: ασφαλής, ακίνδυνος, σωός; NOUN: χρηματοκιβώτιο, σιδερένιο κιβώτιο; USER: ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς

GT GD C H L M O
safety /ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά; ADJECTIVE: ασφαλής; USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
science /saɪəns/ = NOUN: επιστήμη; USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής

GT GD C H L M O
scientists /ˈsaɪən.tɪst/ = NOUN: επιστήμονας, επιστήμων; USER: επιστήμονες, οι επιστήμονες, επιστημόνων, τους επιστήμονες, των επιστημόνων

GT GD C H L M O
search /sɜːtʃ/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο; VERB: ψάχνω, ερευνώ, ζητώ; USER: αναζήτηση, Αναζητήστε, αναζητήσετε, αναζήτησης, ψάξετε

GT GD C H L M O
secure /sɪˈkjʊər/ = ADJECTIVE: ασφαλής; VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω; USER: ασφαλής, εξασφαλίσει, εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφαλίσουν

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
select /sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε

GT GD C H L M O
separate /ˈsep.ər.ət/ = ADJECTIVE: ξεχωριστός, χωριστός; VERB: χωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διαχωρίζομαι; USER: ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή

GT GD C H L M O
series /ˈsɪə.riːz/ = NOUN: σειρά; USER: σειρά, σειράς, σειρές, series, σειρών

GT GD C H L M O
server /ˈsɜː.vər/ = NOUN: υπηρέτης, δίσκος; USER: διακομιστή, διακομιστής, εξυπηρετητή, διακομιστές, σέρβερ

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
settings /ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος; USER: ρυθμίσεις, ρυθμίσεων, τις ρυθμίσεις, ρυθμίσεις του, των ρυθμίσεων

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
sight /saɪt/ = NOUN: θέα, θέαμα, όραση, όψη; VERB: βλέπω; USER: θέαμα, όραση, θέα, όψεως, επαφή, επαφή

GT GD C H L M O
singularity /ˌsɪŋ.ɡjʊˈlær.ɪ.ti/ = NOUN: μοναδικότητα; USER: μοναδικότητα, ιδιομορφία, μοναδικότητας, ιδιαιτερότητα, ιδιομορφίας

GT GD C H L M O
slide /slaɪd/ = NOUN: ολίσθηση, τσουλήθρα, πλαξ διά προβολή, τσουλήθρα παιδική, φωτεινή εικόνα, κάτι ολισθαινό; VERB: γλιστρώ, ολισθαίνω; USER: ολίσθηση, σύρετε, ολισθαίνει, γλιστρήσει, σπρώξτε

GT GD C H L M O
small /smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος; ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος; USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
social /ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός; USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές

GT GD C H L M O
sofia = NOUN: Σοφία; USER: Σοφία, ΣΟΦΙΑ, σόφια, sofia, Σοφίας,

GT GD C H L M O
soft /sɒft/ = ADJECTIVE: μαλακός, απαλός; USER: μαλακός, μαλακό, μαλακά, μαλακή, μαλακών

GT GD C H L M O
software /ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό; USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού

GT GD C H L M O
sort /sɔːt/ = NOUN: είδος; VERB: ταξινομώ, διαλέγω; USER: είδος, Ταξινόμηση, είδους, ταξινόμησης, Ανά

GT GD C H L M O
source /sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση; USER: πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές

GT GD C H L M O
specifically /spəˈsɪf.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: ειδικά, ειδικώς, ορισμένως; USER: ειδικά, ειδικώς, συγκεκριμένα, ειδικότερα, ιδίως, ιδίως

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
statistics /stəˈtistik/ = NOUN: στατιστική; USER: στατιστική, στατιστικές, Στατιστικά, στατιστικών, στατιστικά στοιχεία

GT GD C H L M O
step /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήμα, εντείνει, εντείνουν, το βήμα, ενισχύσει

GT GD C H L M O
still /stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως; ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος; NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος; VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω; USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
strive /straɪv/ = VERB: προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω; USER: προσπαθούν, επιδιώξουν, προσπαθήσει, να προσπαθούν, να προσπαθήσει

GT GD C H L M O
striving /straɪv/ = VERB: προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω; USER: αγωνίζονται, προσπάθεια, αγωνίζεται, προσπαθεί, προσπαθώντας

GT GD C H L M O
subsequently /ˈsʌb.sɪ.kwənt/ = ADVERB: ακολούθως, μεταγενέστερα; USER: μεταγενέστερα, ακολούθως, στη συνέχεια, συνέχεια, εν συνεχεία

GT GD C H L M O
subtitles /ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος; USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου

GT GD C H L M O
successful /səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος; USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
sure /ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής; ADVERB: βέβαια; USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
tantalizing /ˈtantlˌīz/ = VERB: βασανίζω με την θέα ανεπίτευκτου αγαθού; USER: δελεαστική, tantalizing, προκλητικά, βάζουν σε πειρασμό, μας βάζουν σε πειρασμό

GT GD C H L M O
teaching /ˈtiː.tʃɪŋ/ = NOUN: διδασκαλία, διδαχή; USER: διδασκαλίας, διδασκαλία, διδακτικό, διδακτικού, τη διδασκαλία, τη διδασκαλία

GT GD C H L M O
technologists /tekˈnɒl.ə.dʒɪst/ = NOUN: τεχνολόγος; USER: τεχνολόγους, τεχνολόγοι, τεχνολόγων, οι τεχνολόγοι, Τεχνολόγοι Ηλεκτρολόγοι Μηχανολόγοι Ηλεκτρονικοί

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
thank /θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ; USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
things /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες

GT GD C H L M O
think /θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι; USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
tissues /ˈtɪʃ.uː/ = NOUN: ιστός, λεπτό χαρτί, χαρτομάντιλο, λεπτό ύφασμα, υφή; USER: ιστούς, ιστών, ιστοί, τους ιστούς

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
together /təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα; USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό

GT GD C H L M O
tools /tuːl/ = NOUN: εργαλεία; USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία

GT GD C H L M O
transition /trænˈzɪʃ.ən/ = NOUN: μετάβαση, μετάπτωση, αλλαγή; USER: μετάβαση, μετάβασης, μεταβατική, μεταβατικής, μεταβατικό στάδιο

GT GD C H L M O
translate /trænsˈleɪt/ = VERB: μεταφράζω, μεταγλωττίζω; USER: μεταφράζω, μεταφράσουμε, μεταφράσουμε το, μεταφράζουν, να μεταφράσουμε, να μεταφράσουμε

GT GD C H L M O
treat /triːt/ = NOUN: κέρασμα, τρατάρισμα; VERB: θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, περιποιούμαι, διαπραγματεύομαι, κερνώ, τρατάρω, φιλεύω; USER: θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπεία της, θεραπεία του, αντιμετωπίζουν

GT GD C H L M O
truly /ˈtruː.li/ = ADVERB: όντως, ειλικρινά, αληθώς, ειλικρινώς; USER: αληθώς, όντως, ειλικρινά, πραγματικά, αληθινά

GT GD C H L M O
understand /ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení; USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε

GT GD C H L M O
understanding /ˌəndərˈstand/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, συνεννόηση; USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, της κατανόησης

GT GD C H L M O
united /jʊˈnaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ενωμένος, ενιαίος, ηνωμένος; USER: ενωμένος, ενιαίος, Ηνωμένες, Ηνωμένο, ενωμένη

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
upper /ˈʌp.ər/ = ADJECTIVE: ανώτερος; NOUN: όποιος είναι επάνω; USER: ανώτερος, άνω, πάνω, επάνω, ανώτερο

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
values /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: τιμές, αξίες, αξιών, τιμών, οι τιμές

GT GD C H L M O
variety /vəˈraɪə.ti/ = NOUN: ποικιλία, είδος; USER: ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορους, διάφορα

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
vision /ˈvɪʒ.ən/ = NOUN: όραμα, όραση, οπτασία, ενόραση, φάσμα; VERB: οραματίζομαι; USER: όραση, όραμα, όρασης, όραμά, οράματος

GT GD C H L M O
visual /ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός; USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά

GT GD C H L M O
vocabulary /vəˈkæb.jʊ.lər.i/ = NOUN: λεξιλόγιο; USER: λεξιλόγιο, λεξιλόγιο για, λεξιλόγιο για τις, λεξιλόγιο για τις δημόσιες, λεξιλογίου, λεξιλογίου

GT GD C H L M O
voice /vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά; VERB: εκφράζω; USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή

GT GD C H L M O
walking /ˈwɔː.kɪŋ/ = NOUN: περίπατος; USER: περίπατος, πόδια, τα πόδια, περπάτημα, κοντινή

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
warmly /wɔːm/ = USER: θερμά, ζεστά, ένθερμα, θερμά την, ζεστή

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
watch /wɒtʃ/ = NOUN: ρολόι, επιτήρηση, αγρυπνία, φρουρός, φρουρά, ωρολόγιο φρούρησης; VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ; USER: ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, δείτε

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
weight /weɪt/ = NOUN: βάρος, βαρύτητα, κύρος, σπουδαιότητα, βαρύτης, σπουδαιότης; USER: βάρος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
whole /həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο; ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος; USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
wire /waɪər/ = NOUN: σύρμα, τηλεγράφημα, τηλεγραφική; VERB: εφοδιάζω με σύρματα, συνδέω με σύρματα, τηλεγραφώ; USER: σύρμα, καλώδιο, σύρματος, καλωδίων, καλωδίου

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
won /wʌn/ = NOUN: γουόν; USER: γουόν, κέρδισε, κερδίσει, κέρδισαν, κέρδισε το, κέρδισε το

GT GD C H L M O
wonder /ˈwʌn.dər/ = VERB: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι, απορώ, θαυμάζω, εκπλήττομαι; NOUN: θαύμα, έκπληξη, θαυμασμός; USER: αναρωτιέμαι, απορώ, διερωτώμαι, θαύμα, αναρωτιούνται

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
workings /ˈwɜː.kɪŋ/ = NOUN: τρόπος εργασίας; USER: λειτουργία, λειτουργίας, εργασίες, διεργασίες, λειτουργίες

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
worst /wɜːst/ = NOUN: χειριστό; VERB: κατισχύω; ADJECTIVE: χειριστός; USER: χειρότερο, χειρότερη, χειρότερα, worst, χειρότερες

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

467 words